κρατηθῶ

κρατηθῶ
κρατέω
to be strong
aor subj pass 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αεροπιάνομαι — 1. προσβάλλομαι από ψυχρό ρεύμα αέρα, από το οποίο παθαίνω δυσκαμψία, «πιάνεται» κάποιο μέλος τού σώματός μου 2. πιάνομαι από τον αέρα, προσπαθώ να κρατηθώ από κάτι μη στερεό 3. στερούμαι επιχειρημάτων, δεν έχω σταθερή βάση για τα λεγόμενά μου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”